- ρεπορτάζ
- Δημοσιογραφικό είδος γραπτού λόγου για την έγκαιρη λεπτομερειακή και ζωντανή ενημέρωση των αναγνωστών σχετικά με διάφορα γεγονότα που έχουν συμβεί. Ο ρεπόρτερ πρέπει να έχει δει ο ίδιος τα γεγονότα ή να έχει πάρει μέρος στα γεγονότα που περιγράφει. Στο ρ. παρουσιάζονται ορισμένες ιδιομορφίες, ανάλογα με τον προορισμό του ρ., αν δηλαδή προορίζεται για το ραδιόφωνο, τον τύπο ή την τηλεόραση. Στον τύπο, και βασικά στις εφημερίδες, το ρ. πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα που έχουν πρόσφατα συμβεί ή σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο παρελθόν αλλά μπορούν να συσχετιστούν με κάποιο επίκαιρο θέμα. Τις περισσότερες φορές το ρ. συνοδεύεται από φωτογραφίες, οι οποίες είναι σχετικές με τα γεγονότα (φωτορεπορτάζ). Σε ό,τι αφορά το ραδιόφωνο, τα ρ. πρέπει να διατηρούν τη χρονολογική συνέπεια των γεγονότων και να μεταδίδονται με πολύ παραστατικό λόγο, ώστε να επιτρέπουν στον ακροατή να ανασυνθέτει την εικόνα στην οποία αναφέρονται. Στην τηλεόραση, το ρ. συγχρονίζεται με σχολιασμό των γεγονότων, τα οποία βλέπουν οι τηλεθεατές στην οθόνη της τηλεόρασης.
Γενικά, το ρ. πρέπει να δίνει την πραγματική εικόνα των σημαντικότερων γεγονότων της κοινωνικοπολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής. Υπάρχουν όμως και ρ., ιδιαίτερα στον «κίτρινο τύπο», τα οποία ασχολούνται με εντυπωσιακά γεγονότα και σκάνδαλα, τα οποία παύουν να εξυπηρετούν τον πρωταρχικό σκοπό του ρ. και συχνά αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη παρά την πληροφορούν.
ρεπορτάζ, «ζωντανό». Ονομάζεται το ρεπορτάζ που μεταδίδεται από τον τόπο όπου έγινε ένα γεγονός. Είναι ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό. Συνοδεύεται από φυσικό ήχο και εικόνα ενώ ο ρεπόρτερ παρουσιάζει ή σχολιάζει το γεγονός. Πολλές φορές το ρεπορτάζ εμπλουτίζεται με την παρουσία αυτοπτών μαρτύρων.
Δημοσιογράφοι κατά τη διάρκεια ρεπορτάζ (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το, Ν1. δημοσιογραφικό είδος που συνήθως χρησιμοποιεί τον περιγραφικό ή και λογοτεχνικό τρόπο έκφρασης, καθώς και φωτογραφίες, και πληροφορεί άμεσα τον αναγνώστη για ορισμένες καταστάσεις, για γεγονότα γενικού ή ειδικού ενδιαφέροντος, για πολιτικές, οικονομικές, γεωγραφικές κ.ά. πραγματικότητες (α. «αστυνομικό ρεπορτάζ» β. «πολιτικό ρεπορτάζ»)2. μέρος τού προγράμματος τού ραδιοφώνου ἡ τής τηλεόρασης, που έχει παραχθεί έξω από τα στούντιο και στοχεύει στην ενημέρωση τού κοινού σχετικά μέ ένα γεγονός τής επικαιρότητας, μια ανθρώπινη δραστηριότητα ή ένα φυσικό φαινόμενο3. το έργο τού ρεπόρτερ4. φρ. «ηλεκτρονικό ρεπορτάζ» — ρεπορτάζ που πραγματοποιείται με τη χρήση φορητής κάμερας τηλεόρασης, τα ηλεκτρονικά σήματα τής οποίας εγγράφονται σε βιντεοκασέτα ή μεταδίδονται απευθείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reportage < αγγλ. report «αναφέρω, εκθέτω» (< λατ. reporto «επαναφέρω»)].
Dictionary of Greek. 2013.